- νευροτροπισμός
- οη εκλεκτική προτίμηση για το νευρικό σύστημα ορισμένων χημικών παραγόντων που χρησιμοποιούνται στη χημειοθεραπεία, καθώς και μερικών μικροβίων και ιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotropism < νευροτρόπος + -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.