νευροτροπισμός

νευροτροπισμός
ο
η εκλεκτική προτίμηση για το νευρικό σύστημα ορισμένων χημικών παραγόντων που χρησιμοποιούνται στη χημειοθεραπεία, καθώς και μερικών μικροβίων και ιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotropism < νευροτρόπος + -ισμός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”